- κουριέρης
- και κουριέρος και κουρριέρης, ο1. υπάλληλος πρεσβείας που μεταφέρει εμπιστευτικά έγγραφα2. ταχυδρόμος3. ειδικός υπάλληλος ξενοδοχείου που εκτελεί διάφορες εξωτερικές υπηρεσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. courrier < ιταλ. corriere < λατ. curro «τρέχω»].
Dictionary of Greek. 2013.